- ανάλεκτος
- -ον (Α ἀνάλεκτος) [ἀναλέγω]1. επίλεκτος, εκλεκτός, εξαίρετος2. (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τα ανάλεκταυπολείμματα τής τροφής μετά το δείπνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάλεκτος — η, ο 1. εκλεκτός, διαλεγμένος. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τα ανάλεκτα ποικίλου περιεχομένου εργασίες που δημοσιεύονται μαζί: Κυκλοφόρησαν τα « Ανάλεκτα» του Α συγγραφέα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναλέκτους — ἀνάλεκτος select masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλέγω — (Α ἀναλέγω, Μ ἀναλέγομαι) [λέγω (ΙΙ)] μσν. νεοελλ. εκλέγω, διαλέγω νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. τυλίγω, περιτυλίγω 2. μαλώνω, επιπλήττω 3. διανύω, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, τρέχω ΙΙ. μέσ. 1. διηγούμαι, εξιστορώ 2. αναλογίζομαι, σκέφτομαι 3. αισθάνομαι τάση… … Dictionary of Greek